ανεπισκεπτος

ανεπισκεπτος
    ἀνεπίσκεπτος
    ἀν-επίσκεπτος
    2
    оставленный без надзора или внимания
    

(ἀθεράπευτος καὴ ἀ. Xen.)

    ἀ. ἦν αὐτοῖς Polyb. — они не обращали на него внимания


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ανεπισκεπτος" в других словарях:

  • ανεπίσκεπτος — ἀνεπίσκεπτος, ον (Α) 1. ανεξέταστος, απαρατήρητος 2. αυτός που δεν τον επισκέφθηκαν 3. αυτός που βρίσκεται σε άγνοια, ανεπιστήμονας 4. απρόσεκτος, απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek

  • ἀνεπίσκεπτος — inattentive masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισκέπτως — ἀνεπίσκεπτος inattentive adverbial ἀνεπίσκεπτος inattentive masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίσκεπτον — ἀνεπίσκεπτος inattentive masc/fem acc sg ἀνεπίσκεπτος inattentive neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισκέπτοις — ἀνεπίσκεπτος inattentive masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισκέπτου — ἀνεπίσκεπτος inattentive masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισκέπτους — ἀνεπίσκεπτος inattentive masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισκέπτων — ἀνεπίσκεπτος inattentive masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπισκέπτῳ — ἀνεπίσκεπτος inattentive masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίσκεπτα — ἀνεπίσκεπτος inattentive neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνεπίσκεπτοι — ἀνεπίσκεπτος inattentive masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»